επαρχεύω

επαρχεύω
αμετ.
1) управлять епархией, быть главой епархии; 2) замещать главу епархии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επαρχεύω" в других словарях:

  • επαρχεύω — και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχου μσν. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου …   Dictionary of Greek

  • επαρχεύω — αμτβ. 1. είμαι έπαρχος, ασκώ καθήκοντα έπαρχου. 2. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο (χωρίς να έχω το βαθμό του έπαρχου), εκτελώ χρέη έπαρχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαρχώ — (AM ἐπαρχῶ, έω) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, επαρχεύω ||(μσν. αρχ.) παθ. ἐπαρχοῡμαι διοικούμαι από έπαρχο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»